- πετροβολικος
- πετροβολικόςπετρο-βολικός3камнеметательный
(ὄργανα Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὄργανα Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πετροβολικός — ή, όν, Α [πετροβόλος] (για πολεμικό μηχάνημα) κατάλληλος να εκσφενδονίζει πέτρες … Dictionary of Greek
πετροβολικῶν — πετροβολικός of fem gen pl πετροβολικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)